Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024

Πρόγραμμα Κατανυκτικῶν Ἑσπερινῶν

Ποιμαντορική Ἐγκύκλιος τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ἐπί τῇ ἐνάρξει τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς


 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΤΡΩΝ

 

Ἐν Πάτραις τῇ 13ῃ Μαρτίου 2024

Ἀριθμ. Πρωτ.:98

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 464

 

Χ Ρ Υ Σ Ο Σ Τ Ο Μ Ο Σ

ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΤΗΣ ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΑΤΡΩΝ

 

Πρός

τό Χριστεπώνυμο Πλήρωμα

τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν

 

 

Παιδιά μου εὐλογημένα,

Μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ εἰσήλθαμε στό στάδιο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τῆς κατανυκτικῆς καί ἁγίας περιόδου, ἡ ὁποία μᾶς ἑτοιμάζει πνευματικά, προκειμένου νά φθάσωμε νά προσκυνήσωμε τά ἃγια Πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν καί νά Τόν δοξάσωμε Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν.

Τό στάδιο αὐτό ὀνομάζεται ἀπό τούς ἁγίους Πατέρας , στάδιον ἀρετῶν, γιατί μέσα σ’ αὐτό πραγματοποιοῦνται                 τά, τῶν ἀρετῶν, θεία παλαίσματα. Ὃπως στήν σωματική γυμνασία, ὑπάρχουν τά ἀπαραίτητα ἀγωνίσματα, ἒτσι καί στήν πνευματική, ἀγωνιστική προσπάθεια, ὑπάρχουν τά ἃγια παλαίσματα.

Ὁ κόπος τῶν ἀγώνων εἶναι μεγάλος, γιατί ὁ ἀντίπαλος εἶναι ἰσχυρός. Ὁ στόχος μας εἶναι ἁγιότητα καί προσπάθεια τοῦ ἀντικειμένου, εἶναι πνευματική μας καταστροφή καί αἰώνιος ὂλεθρος καί θάνατος.

Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προειδοποιεῖ, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Οὐκ ἔστιν ἡμῖν πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας,


πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις...(Ἐφεσ, 6,12)

Τά μέτωπα πού πρέπει νά ἀντιμετωπίσωμε εἶναι: α) Ὁ ἑαυτός μας, β) ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας καί τῆς φθορᾶς καί γ) μισόκαλος διάβολος, ὁποῖος, «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α΄ Πέτρ. Ε’΄ 8).

ὑπηρεσία τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὡδήγησε πάντοτε εἰς ἐπώδυνα ἀποτελέσματα. Εἶναι, βεβαίως, εὒκολος αὐτός ὁ δρόμος, ἀλλά ὁδηγεῖ εἰς ἀτραπούς σκότους καί δυστυχίας.

κόσμος, ὃπως κατήντησε μεταπτωτικά, προσφέρει πρόσκαιρες, ἐπίπλαστες χαρές καί φροῦδες ἐλπίδες. Τά τοῦ κόσμου τερπνά καί ἡδέα, οἱ ψεύτικες δηλαδή ἀπολαύσεις καί ἡδονές, δέν ὁδηγοῦν στήν πραγματική εὐτυχία.

τραγικός ποιητής θά γράψῃ:

«Καί μεῖς ἓνα πρωί, εἲχαμε κινήσει, μιά χίμαιρα μᾶς εἶχε ἀποπλανήσει μέ μάτια πού τά φλόγιζε ἡ χαρά, ὃλοι γεροί καί ἀγέρωχοι σάν Κροῖσοι μά τά μεσάνυχτα εἲχαμε γυρίσει, μέ καταματωμένα τά φτερά...»

 

Ὁ ἐκπεσών τῆς ἂνω φωτοφορίας, πατήρ τοῦ σκότους καί τῆς γεένης, ὁ διάβολος δηλαδή, ἐργάζεται νυχθημερόν, μέ πλάνο καί πανοῦργο τρόπο, γιά νά ὁδηγήσῃ στήν ἀπώλεια καί στήν κόλαση τούς ἀνθρώπους, μέσα ἀπό τήν ποικιλώνυμη καί πολυώνυμη ἁμαρτία, τῆς ὁποίας «τά ὀψώνια ἐστί θάνατος», κατά τόν οὐρανοβάμονα Ἅγιον Ἀπόστολον, Παῦλον.

Εἰς αὐτόν τόν δύσκολον, ὡς ἀντιλαμβανόμεθα οἱ πάντες ἀγῶνα, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, ὡς φιλόστοργη μητέρα, μᾶς ἐνισχύει δίδοντάς μας τά ἀπαραίτητα ὃπλα καί ἐφόδια. Ὃπως στόν ἀγῶνα τόν κοσμικό, ὁ στρατιώτης ἐνδύεται τήν πανοπλίαν, ὣστε καί τόν ἑαυτόν του νά προφυλάξῃ, ἀλλά καί τόν ἐχθρό νά ἀντιμετωπίσῃ, ἒτσι καί στόν ἀγῶνα τόν πνευματικόν Ἐκκλησία μας, μᾶς νουθετεῖ καί μᾶς προτρέπει, νά ἐνδυθοῦμε τά ὃπλα τά πνευματικά.

«...Ὡς τεῖχος ἂρρηκτον κατέχοντες τήν Πίστιν, καί ὡς θώρακα τήν προσευχήν, καί περικεφαλαίαν τήν ἐλεημοσύνην. ἀντί μαχαίρας τήν νηστείαν, ἣτις ἐκτέμνει ἀπό καρδίας πᾶσαν κακίαν...»

Καί   πάλιν      Ἀπόστολος    Παῦλος,    μᾶς    διδάσκει:    «Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός» (Ρωμ, ΙΓ’, 12).


Ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρέχει καί τά σωτήρια φάρμακα, τά ὁποῖα εἶναι τά ἱερά καί ἃγια Μυστήρια. Ὃπως ὁ πληγωμένος στόν πόλεμο, ἀδελφοί μου, εἰσέρχεται στό Νοσοκομεῖο καί λαμβάνει τά ἀπαραίτητα φάρμακα καί ἐπιθήματα, γιά νά θεραπεύσῃ τίς πληγές του, ἒτσι καί λαβωμένος πνευματικός ἀγωνιστής, εὑρίσκει τήν θεραπεία του μέσα στό πνευματικό ἰατρεῖο, στήν Ἐκκλησία δηλαδή καί διά τῆς μετανοίας, ὁδηγεῖται στό φρικτό καί σωτήριο Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὃπου γίνεται ὃμαιμος καί σύσσωμος Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Πλουσία εἶναι παροχή πνευματικῆς ἐνισχύσεως, καθ’ ὃλην τήν διάρκεια τοῦ ἒτους, ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ἰδιαιτέρως ὃμως, κατά τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μέσα ἀπό τίς Ἱερές Ἀκολουθίες. Ἂς ἀξιοποιήσομε αὐτές τίς οὐράνιες καί λαμπρές εὐκαιρίες.

Ἀδελφοί μου καί παιδιά μου εὐλογημένα,

Σ’ αὐτόν τόν ἀγῶνα, ὃσο δύσκολος καί ἂν εἶναι, δέν εἲμαστε μόνοι μας. Συγκοιταζόμενος καί συνανιστάμενος, μαζί μας εἶναι Κύριος ἡμῶν

Ἰησοῦς Χριστός, Ὁποῖος ὑπεσχέθη σέ κάθε ἀγωνιστή: « Οὐ μή σε ἀνῶ οὐδ’ οὐ μή σε ἐγκαταλείπω» (Ἐβρ, 13, 5)

Μαζί μας εἶναι καί Παναγία Mητέρα μας, παράκληση καί παρηγοριά μας, ἀλλά καί ὃλοι οἱ Ἃγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, τίς πρεσβεῖες τῶν ὁποίων, εὐκαίρως, ἀκαίρως, οἱ πάντες ἐπικαλούμεθα.

Ἀγαπητοί μου, οἱ καιροί μας εἶναι ἐξόχως δύσκολοι, θά ἒλεγα ἀποκαλυπτικοί. Γιά τήν ἐποχή μας καί τόν κόσμο μας ἲσχυσε, δυστυχῶς τό:

«Διέκυψεν ὁ Θεός ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν εἰ ἔστι συνιὼν ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόν. Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ψαλμ, 52,3-4)

Βλέπετε, ὃτι πολεμεῖται καί χλευάζεται ἡ ἠθική, ἐμπαίζεται ἡ ἀρετή, νομοθετεῖται ἡ διαστροφή, καταλύεται ἡ παράδοση, ἂλλαξε ροῦν ἡ «παιδεία», ἀποδομεῖται ὁ θεσμός τῆς οἰκογενείας, ἀποποινικοποιεῖται ἡ ὁποιαδήποτε μορφή σαρκολατρείας, ἐπαινεῖται ὁ σοδομισμός, ἀποϊεροποιήθηκαν ἢδη τά πάντα.

Ὃμως τόν πρῶτο καί τόν τελευταῖο λόγο, τόν ἒχει Θεός, ὁποῖος

«πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Τιμ. Α΄, Β’ 4) Μακροθυμεῖ καί ἐλεεῖ κατά τά σπλάγχνα τοῦ ἐλέους καί τῶν ἀπείρων Αὐτοῦ οἰκτιρμῶν.


Εἲμαστε ὂρθιοι ἀκόμη, διότι εἶναι φιλεύσπλαγχνος Δεσπότης καί ἀκοίμητος εἶναι ἡ πρεσβεία τῆς Παναγίας Αὐτοῦ Μητρός καί πάντων τῶν Ἁγίων.

Ἂς σπεύσωμεν, λοιπόν, ἀδελφοί, ἐν μετανοίᾳ, νά προσπέσωμεν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὣστε νά παραβλέψῃ τίς πολλές μας ἁμαρτίες καί τήν ἀποστασία μας, καί μή τύχωμεν τῆς φρικτῆς τιμωρίας τῆς γῆς καί τῶν ἀνθρώπων, Σοδόμων καί Γομόρων.

Εἲ τις εὐσεβής καί φιλόθεος, προσευχέσθω ὑπέρ ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν καί σωτηρίας πάντων.

Σήμερα τό ἀπόγευμα καί ὣρα 6, στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, θά τελέσωμε τόν πρῶτο Κατανυκτικόν Ἑσπερινό τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τόν λεγόμενον καί Ἑσπερινόν τῆς συγγνώμης.

Σᾶς περιμένομε, ὃλους ἐκεῖ, στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου μας.

Τελειώνοντας εὒχομαι ἀπό βάθους ψυχῆς καί καρδίας, εὐλογημένον κατά πάντα τό στάδιον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Τίμιος καί σωτήριος νἀ ἀποβῇ πνευματικός ἀγῶνας. Ὑπομονήν, δύναμιν καί ἐπιστηριγμόν παρά Κυρίου νά λάβωμεν, γιά τά πνευματικά μας παλαίσματα καί τήν νικηφόρον ἒκβασιν τῶν κατά Θεόν ἀγώνων μας, νά ἐπιτύχωμεν.

 

Σᾶς ἀσπάζομαι ἐν Κυρίῳ.

Μετά πατρικῶν εὐχῶν καί εὐλογιῶν

 

Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ

Ο Π Α Τ Ρ Ω Ν    Χ Ρ Υ Σ Ο Σ Τ Ο Μ Ο Σ



 




 






Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2024

Ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος περί τοῦ Γάμου


 Πρωτ. 373
Ἀριθ. Διεκπ. 204
Ἀθήνα, 29 Ἰανουαρίου 2024



Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ 3 0 8 5


 

Πρός
τό Χριστεπώνυμο Πλήρωμα
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος




Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ὅπως ἔχετε ἐνημερωθῆ, μόλις πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες, δηλαδή τήν 23η Ἰανουαρίου 2024, συνῆλθε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού εἶναι ἡ Ἀνωτάτη Ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά νά μελετήση τό θέμα πού ἀνέκυψε στίς ἡμέρες μας, δηλαδή τήν θέσπιση τοῦ «πολιτικοῦ γάμου» τῶν ὁμοφυλοφίλων, μέ ὅλες τίς συνέπειες πού ἐπιφέρει αὐτό στό οἰκογενειακό δίκαιο.


Ἡ Ἱεραρχία συζήτησε ἐπαρκῶς τό θέμα αὐτό μέ ὑπευθυνότητα καί νηφαλιότητα, ἀποδεικνύοντας γιά μιά ἀκόμη φορά τήν ἑνότητά της, καί στήν συνέχεια ὁμόφωνα ἀποφάσισε τά δέοντα πού ἔχουν ἀνακοινωθῆ.


Μιά ἀπό τίς ἀποφάσεις πού ἔλαβε εἶναι νά ἐνημερώση τό πλήρωμά της, τό ὁποῖο θέλει νά ἀκούση τίς ἀποφάσεις της καί τίς θέσεις της. Μέσα στό πλαίσιο αὐτό, ἡ Ἱεραρχία ἀπευθύνεται πρός ὅλους ἐσᾶς, γιά νά διατυπώση τήν ἀλήθεια γιά τό σοβαρό αὐτό θέμα.

1. Τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, διά μέσου τῶν αἰώνων, εἶναι διπλό, δηλαδή θεολογικό, μέ τό νά ὁμολογῆ τήν πίστη της, ὅπως τήν ἀποκάλυψε ὁ Χριστός καί τήν ἔζησαν οἱ Ἅγιοί της, καί ποιμαντικό, μέ τό νά ποιμαίνη τούς ἀνθρώπους στήν κατά Χριστόν ζωή.


Αὐτό τό ἔργο της φαίνεται στήν Ἁγία Γραφή καί στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες θέσπισαν ὅρους γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἱερούς κανόνες, πού καθορίζουν τά ὅρια μέσα στά ὁποῖα πρέπει νά κινοῦνται ὅλα τά μέλη της, Κληρικοί, Μοναχοί καί Λαϊκοί.


Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ποιμαίνει, δηλαδή θεραπεύει τίς πνευματικές ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, ὥστε οἱ Χριστιανοί νά ζοῦν σέ κοινωνία μέ τόν Χριστό καί τούς ἀδελφούς τους, νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν φιλαυτία καί νά ἀναπτυχθῆ ἡ φιλοθεΐα καί ἡ φιλανθρωπία, δηλαδή ἡ ἰδιοτελής, φίλαυτη ἀγάπη νά γίνη ἀνιδιοτελής ἀγάπη.

2. Ὁ Θεός ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπους, δικαίους καί ἀδίκους, ἀγαθούς καί κακούς, ἁγίους καί ἁμαρτωλούς∙ αὐτό κάνει καί ἡ Ἐκκλησία. Ἄλλωστε, ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικό Νοσοκομεῖο πού θεραπεύει τούς ἀνθρώπους, χωρίς νά ἀποκλείη κανέναν, ὅπως δείχνει ἡ παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, τήν ὁποία εἶπε ὁ Χριστός (Λουκ. ι΄, 3037). Τό ἴδιο κάνουν καί τά νοσοκομεῖα καί οἱ ἰατροί γιά τίς σωματικές ἀσθένειες. Ὅταν οἱ ἰατροί κάνουν χειρουργικές ἐπεμβάσεις στούς ἀνθρώπους, κανείς δέν μπορεῖ νά ἰσχυρισθῆ ὅτι δέν ἔχουν ἀγάπη.


Ἀλλά οἱ ἄνθρωποι ἀνταποκρίνονται διαφορετικά σέ αὐτήν τήν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας∙ ἄλλοι τήν ἐπιθυμοῦν καί ἄλλοι ὄχι. Ὁ ἥλιος ἀποστέλλει τίς ἀκτῖνες του σέ ὅλη τήν κτίση, ἄλλοι ὅμως φωτίζονται καί ἄλλοι καίγονται, καί αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό τήν φύση αὐτῶν πού δέχονται τίς ἡλιακές ἀκτῖνες.


Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἀγαπᾶ ὅλα τά βαπτισθέντα παιδιά της καί ὅλους τούς ἀνθρώπους πού εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, μικρούς καί μεγάλους, ἀγάμους καί ἐγγάμους, Κληρικούς, Μοναχούς καί Λαϊκούς, ἐπιστήμονες καί μή, ἄρχοντες καί ἀρχομένους, ἑτεροφύλους καί ὁμοφυλοφίλους, καί ἀσκεῖ τήν φιλάνθρωπη ἀγάπη της, ἀρκεῖ, βέβαια, νά τό θέλουν καί οἱ ἴδιοι καί νά ζοῦν πραγματικά στήν Ἐκκλησία.

3. Ἡ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Γάμο ἀπορρέει ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τήν διάταξη τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου.
Στό βιβλίο τῆς Γενέσεως γράφεται: «Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. Καί εὐλόγησεν αὐτούς λέγων˙ αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτήν καί ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καί τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καί πάντων τῶν κτηνῶν καί πάσης τῆς γῆς καί πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπί τῆς γῆς» (Γεν., 1, 2728).


Αὐτό σημαίνει ὅτι «ἡ δυαδικότητα τῶν δύο φύσεων καί ἡ συμπληρωματικότητά τους δέν ἀποτελοῦν κοινωνικές ἐπινοήσεις, ἀλλά παρέχονται ἀπό τόν Θεό»∙ «ἡ ἱερότητα τῆς ἕνωσης ἄνδρα καί γυναίκας παραπέμπει στήν σχέση τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας»∙ «ὁ χριστιανικός Γάμος δέν εἶναι ἁπλῆ συμφωνία συμβίωσης, ἀλλά ἱερό Μυστήριο, διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα λαμβάνουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ γιά νά προχωρήσουν πρός τήν θέωσή τους»∙ «ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα εἶναι συστατικά στοιχεῖα τῆς παιδικῆς καί τῆς ἐνήλικης ζωῆς».


Ὅλη ἡ θεολογία τοῦ Γάμου φαίνεται καθαρά στήν ἀκολουθία τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου, στά τελούμενα καί τίς εὐχές. Σ’ αὐτό τό Μυστήριο ἡ ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός ἱερολογεῖται ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, μέ τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. Τά ἀποτελέσματα τοῦ ἐν Χριστῷ Γάμου εἶναι ἡ δημιουργία καλῆς συζυγίας καί οἰκογενείας, ἡ γέννηση παιδιῶν, ὡς καρποῦ τῆς ἀγάπης τῶν δύο συζύγων, ἄνδρα καί γυναίκας, καί ἡ σύνδεσή τους μέ τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἡ μή ὕπαρξη παιδιῶν χωρίς τήν εὐθύνη τῶν συζύγων, δέν διασπᾶ τήν ἐν Χριστῷ συζυγία.


Ἡ χριστιανική παραδοσιακή οἰκογένεια ἀποτελεῖται ἀπό πατέρα, μητέρα καί παιδιά, καί σέ αὐτήν τήν οἰκογένεια τά παιδιά ἀναπτύσσονται, γνωρίζοντας τήν μητρότητα καί τήν πατρότητα πού θά εἶναι ἀπαραίτητα στοιχεῖα στήν μετέπειτα ἐξέλιξή τους.
Ἐξ ἄλλου, ὅπως φαίνεται στό «Εὐχολόγιο» τῆς Ἐκκλησίας, ὑπάρχει σαφέστατη σύνδεση μεταξύ τῶν Μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος, τοῦ Γάμου, τῆς Ἐξομολογήσεως καί τῆς Θείας Κοινωνίας τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Κάθε διάσπαση αὐτῆς τῆς σύνδεσης δημιουργεῖ ἐκκλησιολογικά προβλήματα.


Ἑπομένως, βαπτιζόμαστε καί χριόμαστε γιά νά κοινωνήσουμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Γίνεται ὁ Γάμος ὥστε οἱ σύζυγοι καί ἡ οἰκογένεια νά συμμετέχουν στό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί νά κοινωνοῦν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Κάθε διάσπαση τῆς σχέσεως αὐτῆς τῶν Μυστηρίων συνιστᾶ τήν ἐκκοσμίκευση.
Ἡ Ἐκκλησία βασίζεται σέ αὐτήν τήν Παράδοση, πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό στούς Ἁγίους, καί δέν μπορεῖ νά ἀποδεχθῆ κάθε ἄλλη μορφή Γάμου, πολλῷ δέ μᾶλλον τόν λεγόμενο «ὁμοφυλοφιλικό γάμο».

4. Σέ ἕνα εὐνομούμενο Κράτος ἡ Πολιτεία μέ τά συντεταγμένα ὄργανά της ἔχει τήν ἁρμοδιότητα νά καταρτίζη νομοσχέδια καί νά ψηφίζη νόμους, ὥστε στήν κοινωνία νά ὑπάρχη ἑνότητα, εἰρήνη καί ἀγάπη.


Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, εἶναι θεσμός ἀρχαιότατος, ἔχει διαχρονικές παραδόσεις αἰώνων, συμμετέχει σέ ὅλες τίς κατά καιρούς δοκιμασίες τοῦ λαοῦ, συνετέλεσε ἀποφασιστικά στήν ἐλευθερία του, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἱστορία, τήν παλαιότερη καί τήν πρόσφατη, καί πρέπει ὅλοι νά στέκονται μέ σεβασμό, τόν ὁποῖο κατά καιρούς διακηρύσσουν. Ἄλλωστε καί ὅλοι οἱ ἄρχοντες, ἐκτός ἀπό μερικές ἐξαιρέσεις, εἶναι δυνάμει καί ἐνεργείᾳ μέλη της. Ἡ Ἐκκλησία οὔτε συμπολιτεύεται οὔτε ἀντιπολιτεύεται, ἀλλά πολιτεύεται κατά Θεόν καί ποιμαίνει ὅλους. Γι’ αὐτό καί ἔχει ἰδιαίτερο λόγο πού πρέπει νά γίνεται σεβαστός.
Στό θέμα τοῦ λεγομένου «πολιτικοῦ γάμου τῶν ὁμοφυλοφίλων», ἡ Ἱερά Σύνοδος ὄχι μόνον δέν μπορεῖ νά σιωπήση, ἀλλά πρέπει νά ὁμιλήση, ἀπό ἀγάπη καί φιλανθρωπία σέ ὅλους. Γι’ αὐτό ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν πρόσφατη ἀπόφασή της μέ ὁμόφωνο καί ἑνωτικό τρόπο, γιά λόγους τούς ὁποίους αἰτιολόγησε, δήλωσε ὅτι «εἶναι κάθετα ἀντίθετη πρός τό προωθούμενο νομοσχέδιο».


Καί αὐτή ἡ σαφής ἀπόφασή της στηρίζεται στό ὅτι «οἱ ἐμπνευστές τοῦ νομοσχεδίου καί οἱ συνευδοκοῦντες σέ αὐτό προωθοῦν τήν κατάργηση τῆς πατρότητας καί τῆς μητρότητας καί τήν μετατροπή τους σέ οὐδέτερη γονεϊκότητα, τήν ἐξαφάνιση τῶν ρόλων τῶν δύο φύλων μέσα στήν οἰκογένεια καί θέτουν πάνω ἀπό τά συμφέροντα τῶν μελλοντικῶν παιδιῶν τίς σεξουαλικές ἐπιλογές τῶν ὁμοφυλοφίλων ἐνηλίκων».


Ἐπί πλέον, ἡ θέσπιση τῆς «υἱοθεσίας παιδιῶν» «καταδικάζει τά μελλοντικά παιδιά νά μεγαλώνουν χωρίς πατέρα ἤ μητέρα σέ ἕνα περιβάλλον σύγχυσης τῶν γονεϊκῶν ρόλων», ἀφήνοντας δέ ἀνοικτό παράθυρο γιά τήν λεγόμενη «παρένθετη κύηση», πού θά δώση κίνητρα «γιά τήν ἐκμετάλλευση εὐάλωτων γυναικῶν» καί ἀλλοίωση τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογενείας.


Ὅλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία πρέπει νά ἐκφράζη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά καθοδηγῆ ὀρθόδοξα τά μέλη της, δέν μπορεῖ νά τά ἀποδεχθῆ, διότι διαφορετικά θά προδώση τήν ἀποστολή της. Καί τό κάνει αὐτό ὄχι μόνο ἀπό ἀγάπη στά μέλη της, ἀλλά ἀπό ἀγάπη καί στήν ἴδια τήν Πολιτεία καί τούς θεσμούς της, ὥστε νά προσφέρουν στήν κοινωνία καί νά συντελοῦν στήν ἑνότητά της.


Ἀποδεχόμαστε, βέβαια, τά δικαιώματα τῶν ἀνθρώπων τά ὁποῖα κινοῦνται σέ ἐπιτρεπτά ὅρια, σέ συνδυασμό μέ τίς ὑποχρεώσεις τους, ἀλλά ἡ νομιμοποίηση τοῦ ἀπολύτου «δικαιωματισμοῦ», πού εἶναι θεοποίηση τῶν δικαιωμάτων, προκαλεῖ τήν ἴδια τήν κοινωνία.

5. Ἡ Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται γιά τήν οἰκογένεια, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό κύτταρο τῆς Ἐκκλησίας, τῆς κοινωνίας καί τοῦ Ἔθνους. Σέ αὐτό πρέπει νά συντείνη καί ἡ Πολιτεία, ὅπως διαλαμβάνεται στό ἰσχῦον Σύνταγμα ὅτι «ἡ οἰκογένεια ὡς θεμέλιο τῆς συντήρησης καί προαγωγῆς τοῦ Ἔθνους, καθώς καί ὁ Γάμος, ἡ μητρότητα καί ἡ παιδική ἡλικία τελοῦν ὑπό τήν προστασία τοῦ Κράτους» (ἄρ. 21).


Σύμφωνα δέ μέ τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού εἶναι νόμος τοῦ Κράτους (590/1977), «ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος συνεργάζεται μετά τῆς Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος ὡς... τῆς ἐξυψώσεως τοῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογενείας» (ἄρ. 2).


Ἔτσι, προτρέπουμε τήν Πολιτεία νά προβῆ στήν ἀντιμετώπιση τοῦ Δημογραφικοῦ προβλήματος «πού ἐξελίσσεται σέ βόμβα ἕτοιμη νά ἐκραγεῖ» καί εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν ἐθνικό θέμα τῆς ἐποχῆς μας, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπίλυση ὑπονομεύεται ἀπό τό πρός ψήφιση νομοσχέδιο, καί τήν καλοῦμε νά ὑποστηρίξη τίς πολύτεκνες οἰκογένειες πού προσφέρουν πολλά στήν κοινωνία καί τό Ἔθνος.


Ὅλα τά ἀνωτέρω ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνακοινώνει σέ ὅλα τά μέλη της «μέ αἴσθημα ποιμαντικῆς εὐθύνης καί ἀγάπης», διότι ὄχι μόνο ὁ λεγόμενος «γάμος τῶν ὁμοφυλοφίλων» εἶναι ἀνατροπή τοῦ Χριστιανικοῦ Γάμου καί τοῦ θεσμοῦ τῆς πατροπαράδοτης ἑλληνικῆς οἰκογένειας, ἀλλάζοντας τό πρότυπό της, ἀλλά καί διότι ἡ ὁμοφυλοφιλία ἔχει καταδικαστῆ ἀπό τήν σύνολη ἐκκλησιαστική παράδοση, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο (Ρωμ. α΄, 2432), καί ἀντιμετωπίζεται μέ τήν μετάνοια, ἡ ὁποία εἶναι ἀλλαγή τρόπου ζωῆς.


Ἐννοεῖται, βέβαια, ὅτι ὑφίσταται ἡ βασική ἀρχή ὅτι, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει τήν κάθε ἁμαρτία ὡς ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Φῶς καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, συγχρόνως ἀγαπᾶ τόν κάθε ἁμαρτωλό, διότι καί αὐτός ἔχει τό «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» καί μπορεῖ νά φθάση στό «καθ’ ὁμοίωσιν», ἐάν συνεργήση στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.


Αὐτόν τόν ὑπεύθυνο λόγο ἀπευθύνει ἡ Ἱερά Σύνοδος σέ σᾶς, τούς εὐλογημένους Χριστιανούς, τά μέλη της, καί σέ ὅλους ὅσοι ἀναμένουν τόν λόγο της, διότι ἡ Ἐκκλησία «ἀληθεύει ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. δ΄, 15) καί «ἀγαπᾶ ἐν ἀληθείᾳ» (Β΄ Ἰω. α΄, 1).



† Ὁ Ἀθηνῶν Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ, Πρόεδρος
† Ὁ Καρυστίας καί Σκύρου Σεραφείμ
† Ὁ Μονεμβασίας καί Σπάρτης Εὐστάθιος
† Ὁ Νικαίας Ἀλέξιος
† Ὁ Νικοπόλεως καί Πρεβέζης Χρυσόστομος
† Ὁ Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου Θεόκλητος
† Ὁ Μαρωνείας καί Κομοτηνῆς Παντελεήμων
† Ὁ Κίτρους καί Κατερίνης Γεώργιος
† Ὁ Ἰωαννίνων Μάξιμος
† Ὁ Ἐλασσῶνος Χαρίτων
† Ὁ Θήρας, Ἀμοργοῦ καί Νήσων Ἀμφιλόχιος
† Ὁ Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Νικηφόρος
† Ὁ Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας Δαμασκηνός

Ὁ Ἀρχιγραμματεύς
Ἀρχιμ. Ἰωάννης Καραμούζης

 

πηγή:https://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/egyklioi.asp?id=3546&what_sub=egyklioi